Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

«φακελάκια»

Περισσότερα «φακελάκια», μεγάλες λίστες αναμονής για ακριβές χειρουργικές επεμβάσεις και αδυναμία πρόσβασης σε νέα φάρμακα, θα υποστούν το επόμενο διάστημα οι Έλληνες ασθενείς λόγω της οικονομικής κρίσης. Επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εκτιμώντας ότι η οικονομική κρίση θα εκδηλωθεί τα επόμενα χρόνια με περισσότερα «μαύρα» χρήματα προς το γιατρό και ακόμα πιο περιορισμένα δικαιώματα για τους ασθενείς!

Παρόλα αυτά, η Ελλάδα «ανεβαίνει» στην ευρωπαϊκή κατάταξη των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης.
Τα παραπάνω στοιχεία ανακοινώθηκαν χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το Health Consumer Powerhouse (HCP). Όπως σχολιάστηκε, «παραδόξως, η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της στη σημερινή παρουσίαση του ευρωπαϊκού πίνακα κατάταξης καταναλωτών υπηρεσιών υγείας (EHCI) για το 2012». Η Ολλανδία συγκέντρωσε 872 βαθμούς από ένα δυνητικό σύνολο 1.000 βαθμών. Η Ελλάδα ανταμείφθηκε με 617 βαθμούς, ανεβαίνοντας από την 24η (2009) στην 22η θέση και συναγωνίζεται πλέον με την Ιταλία και την Κύπρο.
Βελτίωση
Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή Επιχειρήσεων του Οργανισμού HCP, Δρ Arne Bjornberg, «η Ελλάδα φαίνεται να έχει σημειώσει κάποια βελτίωση στους χρόνους αναμονής και την πρόσβαση στα φάρμακα». Στην Ελλάδα -σημειώνει- λειτουργεί ένα εντυπωσιακά άνισο και κακό δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, εφάμιλλο με αυτό της Σερβίας και της Βουλγαρίας. «Φοβούμαστε ότι η οικονομική κρίση θα εκδηλωθεί τα επόμενα χρόνια με περισσότερα «μαύρα» χρήματα προς τον ιατρό και ακόμα πιο ισχνά δικαιώματα για τους ασθενείς», επισημαίνει ο Δρ Bjornberg.

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης



Του Γιαννη Tουντα*
Διεθνώς εκτιμάται ότι το περίπου 30% των φαρμάκων που καταναλώνονται, όπως εξάλλου και το 30% των ιατρικών εξετάσεων και επεμβάσεων που πραγματοποιούνται, όχι μόνο δεν έχουν κανένα όφελος για την υγεία, αλλά αποτελούν απειλή λόγω της ιατρογενούς νοσηρότητας, δηλαδή των πιθανών παρενεργειών που ενέχει κάθε ιατρική πράξη, ενώ επιπλέον επιβαρύνουν κρατικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Το ποσοστό αυτό πιθανόν να είναι υψηλότερο στη χώρα μας λόγω του υπερπληθωρισμού των γιατρών, που αυξάνουν την προκλητή ζήτηση για ιατρικές υπηρεσίες και προϊόντα και λόγω της μέχρι πρόσφατα έλλειψης μηχανισμών ελέγχου. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι το 2009 οι δαπάνες για την υγεία ξεπέρασαν το 10% του ΑΕΠ (από τις υψηλότερες στον κόσμο), ενώ ειδικότερα στα φάρμακα, η φαρμακευτική δαπάνη ξεπέρασε το 23% του συνόλου των δαπανών υγείας, όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν λιγότερο από 17%. Ομως, ανάμεσα στις αυξανόμενες δαπάνες για υπηρεσίες υγείας και τις αυξανόμενες δαπάνες για φάρμακα, υπάρχει μία σημαντική διαφορά. Η αύξηση στις δαπάνες υγείας για νοσοκομειακή και εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, παρά τις σπατάλες και τις υπερτιμολογήσεις στον δημόσιο τομέα, προέκυψε κυρίως από τη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών για εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να έχουμε τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας (40% του συνόλου) από τις χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, διαμορφώνοντας ένα σύστημα υγείας με σημαντικότατες ανισότητες στην πρόσβαση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων στις υπηρεσίες υγείας. Αντίθετα, οι δαπάνες για φάρμακα, που διπλασιάστηκαν την περίοδο 2004–2009, επιβάρυναν κατά κύριο λόγο τον δημόσιο τομέα, δηλαδή τα Ταμεία, αποτελώντας ένα από τα βασικά αίτια του κινδύνου κατάρρευσης τους. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αντιστοιχούσε το 2009 στο 2,4% του ΑΕΠ ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 1,5%. Η μεγάλη επιβάρυνση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα, η ιδία συμμετοχή των ασφαλισμένων στην αγορά φαρμάκων είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Με βάση το ισχύον σύστημα υπολογισμού της ιδίας συμμετοχής (25% για τις περισσότερες περιπτώσεις αλλά και 10% ή 0% για αρκετές διαγνώσεις, οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται καταχρηστικά) η κατά μέσον όρο ιδία συμμετοχή δεν ξεπερνά το 8–9%, όταν στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνεται 30–80%.
Η μικρή ιδία συμμετοχή, εκτός του ότι επιβαρύνει υπέρμετρα την κοινωνική ασφάλιση, λειτουργεί και ως αντικίνητρο στους ασφαλισμένους για τον περιορισμό της φαρμακευτικής κατανάλωσης. Για το λόγο αυτό ο ΕΟΦ επεξεργάστηκε ένα σύστημα υπολογισμού της ιδίας συμμετοχής με βάση το φάρμακο και όχι τη διάγνωση, ώστε η εξάλειψη της κατάχρησης των διαγνώσεων με μικρή (10%) ή μηδενική συμμετοχή να αποφέρει όφελος στα Ταμεία που υπερβαίνει τα 100 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ακόμη όμως και με τη ρύθμιση αυτή η ιδία συμμετοχή του Ελληνα ασφαλισμένου δεν θα αυξηθεί περισσότερο από 13% κατά μέσον όρο, παραμένοντας εξαιρετικά χαμηλή. Και το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο με τόσο μικρή ιδία συμμετοχή μπορεί να είναι ρεαλιστικός ο στόχος που έχει τεθεί για την περαιτέρω μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης το 2012 κατά 900 εκατ. ευρώ, ώστε να αντιστοιχηθεί με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, δηλαδή περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ, όταν στην περίπτωση της Πορτογαλίας τα μέτρα για την επίτευξη του ανάλογου στόχου περιλαμβάνουν ιδία συμμετοχή 10%, 31%, 63% και 85%, ποσοστά που μειώνονται για τα φτωχά στρώματα από 5 έως 15% και όταν στην ίδια χώρα υπήρξε αύξηση της ιδίας συμμετοχής στα φάρμακα γαστροπροστασίας από 31% σε 63%, στα αντιφλεγμονώδη από 31% σε 63 % και στα αντικαταθλιπτικά από 5% σε 63%.
Στο ερώτημα αυτό υπάρχουν δύο απαντήσεις. Για να πετύχουμε τον στόχο του 2012 ή θα πρέπει να αυξηθεί περισσότερο η ιδία συμμετοχή, κάτι εξαιρετικά οδυνηρό για τον Ελληνα ασφαλισμένο λόγω της δραματικής οικονομικής κατάστασης, εκτός και εάν ληφθούν ειδικά μέτρα προστασίας για τους οικονομικά αδύναμους, ή θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί ο στόχος της μείωσης των 900 εκατ. ευρώ που έχει τεθεί. Στην αντίθετη περίπτωση, τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί ή που θα χρειαστεί να υιοθετηθούν στη διάρκεια του χρόνου, όπως της αμφιβόλου αποτελεσματικότητας συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας, οι επιπλέον επιστροφές από τις εταιρείες ή η περαιτέρω μείωση των ήδη χαμηλών τιμών, θα οδηγήσουν στην αποδιάρθρωση σημαντικού τμήματος της αγοράς του φαρμάκου, θέτοντας σε κίνδυνο την παροχή βασικών φαρμάκων, αλλά και τη βιωσιμότητα πολλών εταιρειών, φαρμακαποθηκών και φαρμακείων, όπου απασχολούνται αρκετές χιλιάδες Ελληνες εργαζόμενοι.
Ο κίνδυνος αυτός γίνεται ακόμα πιο ορατός εάν ληφθεί υπόψη η προβληματική κατάσταση που βρίσκονται δύο βασικοί πυλώνες της φαρμακευτικής πολιτικής, ο ΕΟΠΥΥ λόγω έλλειψης πόρων και ο ΕΟΦ λόγω σημαντικής μείωσης του προσωπικού του.
* Αν. καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής ΕΚΠΑ - πρόεδρος ΕΟΦ