Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Εκτινάσσονται επικίνδυνα οι δαπάνες υγείας

Η υγεία θεωρείται ευρέως ως κοινωνικό δικαίωμα και παρά τα διαφορετικά συστήματα χρηματοδότησης που εφαρμόζονται διεθνώς, κοινός τόπος είναι ότι, η εξασφάλιση και ικανοποιητική οργάνωση της χρηματοδότησης αποτελεί αφετηρία και καθοριστική παράμετρο για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος υγείας.

Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει μελέτη της Alpha Bank, που περιλαμβάνεται στο πρόσφατο Οικονομικό Δελτίο της τράπεζας, επισημαίνοντας την κρισιμότητα του προβλήματος, με δεδομένη την ταχέως αυξανόμενη τάση γήρανσης του πληθυσμού και τη γενικότερη τάση διεθνώς για αύξηση των δαπανών υγείας σε κάθε χώρα, με ρυθμό υψηλότερο από τον ρυθμό αυξήσεως του ονομαστικού ΑΕΠ.
Η αύξηση των συνολικών δαπανών υγείας στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανήλθε στην περίοδο 2000-2008, στις 2,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην Ιρλανδία και τις ΗΠΑ, ενώ στην Ελλάδα ανήλθε στις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και ήταν μεταξύ των υψηλότερων αυξήσεων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η τάση αυτή είναι μεταξύ άλλων αποτέλεσμα της ταχείας αύξησης της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, της διεύρυνσης των διαθέσιμων υπηρεσιών υγείας, της προόδου της ιατρικής και της τεχνολογίας και της σημαντικής επέκτασης του προσδόκιμου ορίου ζωής των πολιτών, παράγοντες δηλαδή που ισχύουν για όλες τις χώρες.
Ωστόσο, η μέση ετήσια αύξηση των κατά κεφαλή δαπανών υγείας, σε σταθερές τιμές, την περίοδο 2000-2008, ανήλθε στο 7% στην Ελλάδα, έναντι 4,7% στη Ισπανία, 3,6% στη Σουηδία, 2,2% στην Ιαπωνία, 1,9% στην Ιταλία, 1,8% στην Ελβετία και 1,6% στη Γερμανία (ΟΟΣΑ 2010). Έτσι, οι κατά κεφαλήν δαπάνες στη δημόσια υγεία, την περίοδο 1980 – 2007, τετραπλασιάσθηκαν κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ και πενταπλασιάσθηκαν στην Ελλάδα, ενώ η αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας ήταν πολύ υψηλότερη (στην Ελλάδα κατά 3,1 π.μ.) από την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
 Η χρηματοδότηση της υγείας σε περιβάλλον μνημονίου
Η πρόκληση των ταχέως αυξανόμενων δαπανών υγείας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, λαμβάνει νέες διαστάσεις μετά το 2009, στο πλαίσιο του προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (του Μνημονίου), που εφαρμόζεται στη χώρα μας από τις αρχές του 2010, αλλά και των αντιστοίχων προγραμμάτων που εφαρμόζονται από πολλές άλλες χώρες. Η μεγάλη δημοσιονομική κρίση και η ύφεση που διανύει η ελληνική οικονομία, υποχρεώνουν την Ελλάδα να σταθεροποιήσει τις δημόσιες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη σε επίπεδο κάτω του 6% του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μολονότι οι ανάγκες σε υπηρεσίες υγείας θα συνεχίσουν να αυξάνουν και στην περίοδο της κρίσεως.
Η επιδίωξη αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σημαντική βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων ασφάλισης και την εξασφάλιση της υψηλότερης δυνατής αποδοτικότητας των δαπανών υγείας. Αυτό, όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, θα πρέπει να αποτελεί άμεση προτεραιότητα, όχι μόνο του κράτους, αλλά και των ασφαλιστικών οργανισμών, των διαχειριστών και ιδιοκτητών των κέντρων παροχής υπηρεσιών υγείας, των εργαζομένων και των επιστημόνων στα νοσηλευτικά ιδρύματα παροχής υπηρεσιών υγείας, καθώς και του ίδιου του χρήστη των υπηρεσιών υγείας.
Στην Ελλάδα, οι συνολικές δαπάνες υγείας ανέρχονταν το 2008 στο 9,7%
του ΑΕΠ, ενώ η συνολική δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη κατά κεφα-
λήν ανερχόταν στα 2.687 δολάρια, έναντι 1.801 στην Κορέα, 2.870 στην Ιταλία, 2.902 στην Ισπανία, 3.696 στην Γαλλία, 3.737 στην Γερμανία και 7.538 στις ΗΠΑ. Διαμορφωνόταν, δηλαδή, σε επίπεδο κάτω του μέσου όρου, μεταξύ των 31 χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά υψηλότερα από πολλές χώρες. Από τις ανωτέρω συνολικές δαπάνες, το 2,8% του ΑΕΠ επιβαρύνουν άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό και το 3% του ΑΕΠ καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία ωστόσο, επιχορηγούνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τον προϋπολογισμό.

Γενικά, εκτιμάται ότι η κρατική δαπάνη στον τομέα της υγείας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 5,8% του ΑΕΠ και χρηματοδοτείται κατά 75% περίπου από τη φορολογία και κατά 25% περίπου από εισφορές στους κλάδους ασθενείας των ασφαλιστικών ταμείων. Ωστόσο, η κύρια διαφορά της Ελλάδος από τις άλλες χώρες είναι το ότι στη χώρα μας οι δαπάνες υγείας που πληρώνονται από τον ίδιο τον ιδιώτη, ανέρχονταν το 2008 στο πολύ υψηλό 3,8% του ΑΕΠ, εκ των οποίων ένα μικρό ποσοστό, γύρω στο 0,3% του ΑΕΠ πληρώνεται, μέσω της ασφάλισης, σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Αυτή η ιδία δαπάνη (3,5% του ΑΕΠ) είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, με την Ελβετία δεύτερη, με 3,3% του ΑΕΠ. Ακόμη και στις ΗΠΑ, το ποσοστό της ιδίας δαπάνης δεν υπερβαίνει το 1,9% του ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει παρότι στις ΗΠΑ η ιδιωτική πρωτοβουλία θεσμικά κυριαρχεί στον τομέα της υγείας και επομένως αναμένεται ότι και η ιδιωτική δαπάνη υγείας θα είναι σχετικά μεγάλη. Αντίθετα, στην Ελλάδα η ιδιωτική πρωτοβουλία στο χώρο της υγείας δεν ενισχύεται, ενώ και οι κυβερνήσεις διατρανώνουν την πίστη τους στην «δωρεάν υγεία», εννοώντας την παροχή δωρεάν υγειονομικής περιθάλψεως σε κρατικά νοσοκομεία και κέντρα υγείας.
H οργάνωση του συστήματος χρηματοδότησης της υγείας στην Ελλάδα καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησης της υγειονομικής περίθαλψης του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, αφενός μέσω των υποχρεωτικών εισφορών στα Ασφαλιστικά Ταμεία και αφετέρου μέσω της φορολογίας που χρηματοδοτεί τις δαπάνες υγείας που πραγματοποιούνται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Οι φορείς υγείας των Ασφαλιστικών Ταμείων είχαν συνολικό έλλειμμα 1,9 δις ευρώ το 2009 (3,4 δις ευρώ χωρίς την κρατική ενίσχυση), που αναμένεται να βαίνει αυξανόμενο στις επόμενες δεκαετίες, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της γενικότερης τάσεως αύξησης των δαπανών υγείας, ενώ οι δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη ανέρχονται σήμερα στο 23% του συνόλου των δαπανών των Ασφαλιστικών Ταμείων.
Παρά τους ικανοποιητικούς δείκτες υγείας του πληθυσμού στη χώρα μας, η εκτίναξη των δαπανών υγείας δεν έχει συνοδευθεί με καλυτέρευση της θέσεως της Ελλάδος, έναντι των άλλων χωρών. Η διασύνδεση της δαπάνης σε υπηρεσίες υγείας και της ποιότητας υγείας πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την αποτελεσματικότητα των δαπανών αυτών. Έτσι ο πληθυσμός σε χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Ισπανία, η Ιταλία και άλλες χώρες με χαμηλότερες συνολικές δαπάνες υγείας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, απολαμβάνει υψηλότερο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση από ότι στην Ελλάδα.
Οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας
Η διόγκωση των ιδιωτικών δαπανών υγείας στο 3,8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της μη ικανοποιητικής λειτουργίας των οργανισμών προσφοράς υπηρεσιών υγείας, του ΙΚΑ, των υπολοίπων ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και του ΕΣΥ.
Έχει εκτιμηθεί ότι οι ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών πραγματοποιούνται κατά 66% σε εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες (εκ των οποίων 31,1% σε οδοντιατρικές υπηρεσίες) και κατά 15% σε νοσοκομειακές υπηρεσίες, ενώ το 20% των ιδιωτικών δαπανών σε νοσοκομειακές υπηρεσίες αφορούν άτυπες (αφορολόγητες) πληρωμές. 

Έτσι, τα ελληνικά νοικοκυριά συμμετέχουν με ίδιες πληρωμές, σε πολύ μεγάλο ποσοστό στη χρηματοδότηση βασικών υπηρεσιών υγείας, παρά την κάλυψή τους από την κοινωνική ασφάλιση, που παραμένει θεωρητική. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 53% για βασικές εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες υγείας, έναντι 40,3% κατά μέσο όρο σε 29 χώρες του ΟΟΣΑ (Health systems institutional characteristics: A survey of 29 OECD countries, OECD 2010). Η προσφυγή σε άτυπες πληρωμές, για την εξασφάλιση αναβαθμισμένων υπηρεσιών υγείας, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική ασφάλιση υγείας στα ασφαλιστικά ταμεία, αποδυναμώνουν την αναπτυξιακή δυναμική της ιδιωτικής αγοράς ασφάλισης.
Η συμμετοχή της ίδιας δαπάνης των ιδιωτών στη συνολική τρέχουσα δαπάνη υγείας περιορίζονταν στο 3,2% το 2007, ενώ η συμμετοχή της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης (άτυπες και εμφανείς ίδιες δαπάνες υγείας των νοικοκυριών συν τις δαπάνες μέσω ιδιωτικής ασφάλισης) στη συνολική τρέχουσα δαπάνη υγείας ανερχόταν στο 38,1%. Ωστόσο, ένα αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού, που πλησιάζει σύμφωνα με εκτιμήσεις το 15% έως 20%, επιλέγει τώρα να επωμισθεί το πρόσθετο κόστος της ιδιωτικής ασφάλισης, έναντι υγειονομικής περίθαλψης, καθώς νιώθει ότι οι προοπτικές ικανοποιητικής κάλυψής του, από τις δημόσιες δαπάνες υγείας ή από το ασφαλιστικό του ταμείο, είναι ουσιαστικά περιορισμένες.
ΠΙΝΑΚΑΣ_1
Τα ασφαλιστικά προγράμματα, έναντι κινδύνων που βάλλουν την υγεία αποτελούν σημαντικό μέρος του κλάδου ασφαλίσεως ζωής, όπου τα  εγγεγραμμένα ασφάλιστρα το 2009 ανήλθαν στα 2,5 δις ευρώ, με καταβολές αποζημιώσεων 1,6 δις ευρώ. Η αύξηση της ζήτησης συνέβαλε στη μεγέθυνση της αγοράς ασφαλίσεων ζωής, όπου τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν από 1,35 δις ευρώ το 2000, σε 1,98 δις ευρώ το 2005 και 2,5 δις ευρώ το 2009, με αύξηση των κατά κεφαλήν ασφαλίστρων ζωής, από 123 ευρώ το 2000, σε 178 ευρώ το 2005 και 223 ευρώ το 2009. Σημασία για τα ασφαλιστικά προγράμματα υγείας, ιδιαιτέρως δε για τα νοσοκομειακά προγράμματα, έχει το κόστος των υπηρεσιών υγείας και αυτό γιατί η ιδιωτική ασφάλιση συνδέεται, ως επί το πλείστον, με υπηρεσίες υγείας, που παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Είναι ενδεικτικό ότι το 2001 η χρηματοδότηση των ιδιωτικών νοσοκομείων προήλθε κατά 48% από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, 36% από τα ασφαλιστικά ταμεία και 16% από ίδιες πληρωμές των ασθενών.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση του συστήματος ασφάλισης υγείας στην Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αποκατάσταση της ορθολογικής λειτουργίας των κρατικών ασφαλιστικών ταμείων. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη βελτίωση της διοίκησης και διαχείρισης των ασφαλιστικών ταμείων, συμβάλλοντας στη βελτίωση της λειτουργίας των φορέων της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, των δημόσιων νοσοκομείων και γενικά όλων των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας στη χώρα.

Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν τη δύναμη να επιβάλουν την αποδοτική λειτουργία όλων των άλλων φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας και η εισαγωγή συνθηκών ανταγωνισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ορθολογική λειτουργία τους. Τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να συμβάλλονται και να συνεργάζονται ορθολογικά με τους φορείς προσφοράς υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης (κρατικών και ιδιωτικών), για την καλύτερη οργάνωση του τομέα ως συνόλου.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνεται στη μελέτη, η θέση ότι η υπο-ανάπτυξη και η αντικοινωνική (σε πολλές περιπτώσεις λόγω διαφθοράς) λειτουργία του δημόσιου τομέα υγείας στην Ελλάδα οφείλεται στην ταχεία ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα υγείας και αποτελεί εμφανή στρέβλωση της πραγματικότητας. Οδηγεί δε αναπόφευκτα σε λανθασμένες προτάσεις πολιτικής (όπως, π.χ. η επιδίωξη της «αποδόμησης» του ιδιωτικού τομέα), που είναι εντελώς αντίθετες με τα συμφέροντα των εργαζομένων-ασφαλισμένων της χώρας.

Σημειώνεται, για παράδειγμα, ότι από τα 2,5 εκατ. προγραμματισμένα ιατρικά ραντεβού για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ το 2010, το 1 εκατ. περίπου τελικά ακυρώθηκε. Εάν δεν υπήρχε ο ιδιωτικός τομέας, οι ασθενείς αυτοί θα έπρεπε να καταφύγουν στο εξωτερικό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό θα είχε ως συνέπεια μεγάλη απώλεια θέσεων εργασίας και προσφοράς υπηρεσιών υγείας στην εγχώρια οικονομία, με ταυτόχρονη διατήρηση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, στο εξαιρετικά υποβαθμισμένο επίπεδο που προσφέρει έως σήμερα ο κρατικός τομέας στην Ελλάδα.

Αντί για «αποδόμηση» του ιδιωτικού τομέα υγείας στη χώρα μας, συστήνει η μελέτη της Alpha Bank, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η δυνατότητα στο δημόσιο τομέα υγείας να ανταγωνισθεί τον ιδιωτικό τομέα με ισοδύναμα μέσα και πολιτικές. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα υποχρεώνουμε το ΕΣΥ και το ΙΚΑ να προσφέρουν «δωρεάν» ιατρικά ραντεβού και τη δυνατότητα διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά σε 1-5 μήνες από σήμερα.

Αυτές οι υπηρεσίες στον τομέα της υγείας είναι, προφανώς, λιγότερο ανταγωνιστικές από τα σχετικά «ακριβά» ραντεβού και διαγνωστικές εξετάσεις που προσφέρει ο ιδιωτικός τομέας, χωρίς καμμία καθυστέρηση. Θα πρέπει, λοιπόν, να δοθούν οι δυνατότητες στα κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα να προσφέρουν στους ασθενείς σχετικά «χαμηλές τιμές» (σε σχέση με τους ιδιώτες παρόχους) για ραντεβού και διαγνωστικές εξετάσεις σήμερα (και όχι σε 5 μήνες από σήμερα). Θα πρέπει ο ασθενής να πληρώνει, για την εγχείρηση που πραγματοποίησε σε ένα κρατικό νοσοκομείο (ή για την επίσκεψη που πραγματοποίησε σε ένα ιατρείο του ΙΚΑ), το ίδιο το νοσοκομείο (ή το ιατρείο) και όχι τον ιατρό ή το νοσηλευτικό προσωπικό.

Με αυτό τον τρόπο, ο δημόσιος τομέας θα προσελκύσει και πάλι τους ασθενείς από τα ιδιωτικά νοσοκομεία και θα δώσει λύση και στο μεγάλο πρόβλημα χρηματοδότησης που έχει και δεν μπορεί πια να λυθεί με αυξημένες επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, θα υποχρεώσει τα ιδιωτικά νοσοκομεία και διαγνωστικά κέντρα να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους ασθενείς και σε πολύ χαμηλότερες (ανταγωνιστικές) τιμές, από αυτές που επιβάλλει σήμερα, ελλείψει ανταγωνισμού. Τα ασφαλιστικά ταμεία από την πλευρά τους θα συμβάλλονται με τους οργανισμούς προσφοράς υπηρεσιών υγείας (δημόσιους ή ιδιωτικούς), εξασφαλίζοντας υπηρεσίες υγείας υψηλής ποιότητας και ποσότητας, με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τους ασφαλισμένους τους και με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες.

Όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα υγείας στην Ελλάδα, αυτός λειτουργεί αποτελεσματικά, προσφέροντας κρίσιμες υπηρεσίες στους εγχώριους κατοίκους. Απολαμβάνει, ωστόσο και τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την έλλειψη ανταγωνισμού από τον κρατικό τομέα υγείας και, επίσης τη σοβαρή ανεπάρκεια του κρατικού τομέα στην εξυπηρέτηση της ζήτησης υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, ιδιαίτερα από ασθενείς που ανήκουν στα μεσαία και στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού. Οι εύπορες εισοδηματικές τάξεις είναι ουσιαστικά αποκλεισμένες από τα κρατικά νοσοκομεία (εκτός εάν οι ασθενείς είναι ασφαλισμένοι σε «ευγενή» Ασφαλιστικά Ταμεία), αφού τα νοσοκομεία δεν προσφέρουν υπηρεσίες ανάλογες των απαιτήσεών τους, κυρίως σε ότι αφορά την προσφορά ξενοδοχειακών υπηρεσιών.
Ιδιωτικά νοσηλευτήρια – εμπόδια στην ανάπτυξη του τομέα
Αναλύοντας τη δομή των ιδιωτικών νοσοκομείων στη χώρα μας, η μελέτη επισημαίνει ότι αυτά έχουν συνήθως τη μορφή ανωνύμων εταιρειών. Μέτοχοι είναι κυρίως ιατροί, με αυξανόμενη διείσδυση επιχειρηματιών τα τελευταία έτη, καθώς ο κλάδος αναπτύσσεται ταχύτατα. Το 2004 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 172 ιδιωτικά νοσοκομεία με 14.515 κλίνες, 62 εκ των οποίων (7,42 χιλ. κλίνες) ευρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και 37 (3,73 χιλ. κλίνες) στη Μακεδονία.

Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα συμβάλλει σημαντικά και στην παροχή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), καθώς λειτουργούν σε μεγάλη έκταση μικροβιολογικά εργαστήρια, διαγνωστικά κέντρα, εξωτερικά ιατρεία ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων και ιδιωτικά ιατρεία. Γενικά, το 54% από τα 316 νοσοκομεία-κλινικές που λειτουργούν στην Ελλάδα, είναι ιδιωτικά, ενώ περίπου το 69% από τις διαθέσιμες κλίνες, σε σύνολο 53.652 κλινών, ανήκει σε κρατικά νοσοκομεία και το υπόλοιπο σε ιδιωτικά νοσοκομεία.

Σε κλαδική μελέτη (Hellastat, 2010), σημειώνεται ότι το 2009, ο κλάδος των υπηρεσιών ΠΦΥ παρουσίασε αύξηση κύκλου εργασιών κατά 7,8%, στοιχείο που δείχνει πόσο ανεπαρκής και μη ανταγωνιστική είναι η κάλυψη της ΠΦΥ από το ΕΣΥ και το ΙΚΑ. Η παρουσία του ιδιωτικού τομέα στην ΠΦΥ θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, εάν το θεσμικό πλαίσιο δεν περιόριζε την ελεύθερη λειτουργία των επιχειρήσεων (π.χ. λόγω της υποχρεωτικής συμμετοχής των ιατρών στο 51% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου) και εάν δεν υπήρχαν προβλήματα γραφειοκρατίας που αποτρέπουν τη δημιουργία νέων διαγνωστικών κέντρων (η χορήγηση άδειας λειτουργίας απαιτεί περισσότερους από 18 μήνες, ενώ η έκδοση άδειας για την αλλαγή χρήσεως χρειάζεται 8-12 μήνες).
Περαιτέρω, το 2009 παρατηρήθηκε επέκταση των επιχειρηματικών κινήσεων ιδιωτικών κλινικών και ομίλων υγείας οι οποίοι, έχοντας διαπιστώσει το μεγάλο κενό στην ΠΦΥ, πραγματοποιούν μεγάλα ανοίγματα με προσφορές στα μεσαία εισοδήματα, που είναι και αυτά που αναμένεται να πληγούν περισσότερο από την κρίση. Δημιούργησαν κάρτες υγείας με προσιτό κόστος (από 60 έως 130 ευρώ ετησίως) και προσφέρουν στους κατόχους τους διάφορες παροχές, όπως δωρεάν και απεριόριστες επισκέψεις στους ιατρούς της κλινικής, δωρεάν ετήσιο έλεγχο, σημαντικά μειωμένο τιμολόγιο σε διαγνωστικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, δωρεάν 24ωρη τηλεφωνική υποστήριξη για ιατρικές συμβουλές, κ.ά.

Στη δεκαετία του ’80, με την ίδρυση του ΕΣΥ, διακόπηκε η χορήγηση αδειών για ίδρυση νέων ιδιωτικών κλινικών ή για επέκταση-εκσυγχρονισμό των ήδη υφισταμένων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων προβλημάτων στην εξυπηρέτηση των αναγκών υγειονομικής περιθάλψεως των εγχώριων κατοίκων και οδήγησε στην υιοθέτηση του ΠΔ 247/1991 με το οποίο επετράπη ξανά η ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση ιδιωτικών κλινικών, καθώς επίσης και η δημιουργία ανεξάρτητων διαγνωστικών κέντρων μέσα σε αυτές. Παράλληλα, με το ΠΔ 517/1991 τέθηκαν νέες, αυστηρότερες προδιαγραφές ίδρυσης και εξοπλισμού των ιδιωτικών κλινικών. Με το ΠΔ 235/2000 διατυπώθηκαν οι ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των κλινικών, υπάρχει αδυναμία των υπαρχουσών κλινικών να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις αυτού του ΠΔ. Όπως υποστηρίζεται, πολλά ήδη λειτουργούντα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν θα μπορούσαν να λάβουν άδεια λειτουργίας σήμερα. Επίσης, τρεις διαφορετικοί νόμοι διέπουν σήμερα το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ιδιωτικών θεραπευτηρίων. Αυτό συνεπάγεται την ισχύ διαφορετικών νόμων για διάφορες κατηγορίες ιδιωτικών κλινικών, ανάλογα με το έτος έναρξης της λειτουργίας των μονάδων αυτών.

Όπως έχει ανακοινωθεί, επίκειται νέα νομοθετική παρέμβαση για αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών που αφορά:
α) τη διαδικασία και τον χρόνο εκδόσεως των βεβαιώσεων καλής λειτουργίας προς τις ιδιωτικές κλινικές, από ένα σε τρία έτη (διατηρώντας τον ετήσιο έλεγχο), ώστε να αποφεύγεται η γραφειοκρατία που σήμερα καθυστερεί τη διαδικασία ανανέωσης της καλής λειτουργίας, με αποτέλεσμα να μην
μπορούν να συνεργασθούν με ασφαλιστικά ταμεία
β) το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, ώστε να ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλες τις ιδιωτικές κλινικές και να προβλέπονται κατηγοριοποιήσεις, όπως αυτές ισχύουν για τα νοσοκομεία
γ) την ανακοστολόγηση των ιατρικών πράξεων και
δ) τον περιορισμό έως 30% του ελάχιστου αριθμού προσωπικού καθώς, πλέον, τα περιστατικά αντιμετωπίζονται διαφορετικά, χάρη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Τέλος, έχει απορριφθεί η πρόταση για αύξηση του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών.
Προτάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών νοκομείων
Όπως συμπεραίνει η μελέτη της Alpha Bank για την αντιμετώπιση των σημαντικών προβλημάτων λειτουργίας του τομέα προσφοράς υπηρεσιών υγείας, απαιτείται η σταδιακή αποκατάσταση μίας ορθολογικής οργανωτικής δομής, διοίκησης και λειτουργίας του ΕΣΥ και των τομέων προσφοράς υπηρεσιών υγείας των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατικών νοσοκομείων και ιατρικών κέντρων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ΙΚΑ) μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και των ιδιωτικών νοσοκομείων και ιατρικών κέντρων. Τα έσοδα κάθε νοσοκομείου ή ιατρικού κέντρου πρέπει να προσδιορίζονται από τον αριθμό των ασθενών (υψηλού ή χαμηλού εισοδήματος, ασφαλισμένων ή μη), που αυτά νοσηλεύουν και από τον όγκο των υπηρεσιών ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, που θα προσφέρουν. Εάν κάποια νοσοκομεία ή ιατρικά κέντρα (π.χ. αυτά που λειτουργούν εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας) δικαιούνται πρόσθετη επιχορήγηση από το κράτος, αυτή να προσδιορίζεται και να καταβάλλεται οριστικά, με βάση τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος, στην αρχή εκάστου έτους.

Σε κάθε περίπτωση, τα κρατικά νοσοκομεία θα πρέπει να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τα ιδιωτικά για την προσέλκυση ασθενών υψηλών εισοδηματικών δυνατοτήτων, οι οποίοι απαιτούν υψηλότερη ποιότητα, κυρίως ξενοδοχειακής υποδομής και εξυπηρέτησης στα νοσοκομεία. Αυτή την υποδομή και τις υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχουν και τα κρατικά νοσοκομεία, προσελκύοντας ασθενείς όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό. Με τα έσοδα από αυτή την πηγή, θα χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους σε ιατρικό εξοπλισμό και σε υψηλού επιπέδου επιστημονικό και νοσηλευτικό προσωπικό, από το οποίο θα επωφελούνται και οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις.

Η ισότητα στην προσφορά υπηρεσιών υγείας είναι απολύτως αναγκαία και θα πρέπει να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα. Αλλά η ισότητα αφορά τις ιατρικές πράξεις, τα φάρμακα που έχουν ανάγκη οι ασθενείς και την εξασφάλιση συνθηκών, οι οποίες να συντείνουν στην αποκατάσταση της υγείας τους. Αυτά δεν έχουν καμμία σχέση με τις πρόσθετες υπηρεσίες (ξενοδοχειακές ή άλλες) που μπορεί να έχει ανάγκη ένας ασθενής, για τις οποίες καταβάλλει το υψηλό τίμημα, συμβάλοντας στην απασχόληση εργαζομένων και στην ενίσχυση των οικονομικών δυνατοτήτων των νοσηλευτικών μονάδων.